- αβομβάρδιστος
- -η, -οεκείνος που δε βομβαρδίστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβομβάρδιστος — η, ο [βομβαρδίζω] αυτός που δεν έχει βομβαρδιστεί … Dictionary of Greek